- επόπτης
- ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτηςθηλ. Α ἐπόπτιςΜ ἐπόπτρια)αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης [νεώς]», Αθήν.)αρχ.-μσν.αυτός που τά βλέπει όλα, προστάτης («ἐπικαλεσαμένη τὸν πάντων ἐπόπτην θεόν», ΠΔ)αρχ.1. θεατής, παρατηρητής («καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπόπτης», Αισχύλ.)3. αυτόπτης μάρτυρας («ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος [τού Χριστού]», ΚΔ)4. αυτός που μυήθηκε στον τρίτο και τελευταίο βαθμό τών ελευσίνιων μυστηρίων, ο θεωρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-όπτης (< όπωπα), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δι-όπτης, κατ-όπτης)].
Dictionary of Greek. 2013.